ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Συνταξιούχος
Αγγλικά : Pensioner, Retired
Γαλλικά : Pensionné, Retraité(e) (adj), Retraité(e) (n)
Γερμανικά : Rentner, Ruhestand
Επιστροφή