ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Pensionnaire
Ελληνικά : Οικότροφος, Τρόφιμος
Αγγλικά : Boarder
Γερμανικά : Heimbewohner, Pensionsgast
Επιστροφή