ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Saison-
Ελληνικά : Εποχιακός, Εποχικός
Αγγλικά : Periodic, Seasonal
Γαλλικά : Périodique (adj), Saisonnier(ère) (adj)
Επιστροφή