ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Penser
Ελληνικά : Σκέπτομαι
Αγγλικά : Think (to)
Γερμανικά : Meditieren
Επιστροφή