ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
sabotieren
Ελληνικά : Σαμποτάρω
Αγγλικά : Sabotage (to)
Γαλλικά : Saboter
Επιστροφή