ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
ruiniert
Ελληνικά : Ερειπωμένος
Αγγλικά : Half-ruined
Γαλλικά : Écroulé
Επιστροφή