ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Pêcher
Ελληνικά : Ψαρεύω
Αγγλικά : Fish (to)
Γερμανικά : Fischen
Επιστροφή