ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Paysan(e) (adj) (n.)
Ελληνικά : Αγρότης, Χωρικός
Αγγλικά : Peasant
Γερμανικά : Bauer, Dorfbewohner
Επιστροφή