ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Ausgestattet
Ελληνικά : Εξοπλισμένος, Εφοδιασμένος
Αγγλικά : Equipped with, Well endowed
Γαλλικά : Doté, Nanti (bien)
Επιστροφή