ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Pay (to)
Ελληνικά : Αμείβω, Ανταμείβω, Καταβάλλω, Πληρώνω
Γαλλικά : Payer, Rémunérer
Γερμανικά : Belohnen, Bezahlen, Entlohnen, Zahlen
Επιστροφή