ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Patriote (adj) (n.)
Ελληνικά : Πατριώτης
Αγγλικά : Patriotic
Γερμανικά : Patriot
Επιστροφή