ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Smuggle (to)
Ελληνικά : Εισάγω λαθραία, Περνώ κάτι λαθραία
Γαλλικά : Passer en contrebande, Passer quelque chose en fraude
Γερμανικά : Einschmuggeln, Verbringen etwas geschmuggelt
Επιστροφή