ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Abroger
Ελληνικά : Ακυρώνω, Καταργώ
Αγγλικά : Abrogate (to)
Γερμανικά : Abbrechen, Abschaffen
Επιστροφή