ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Bon (n)
Ελληνικά : Απόδειξη συναλλαγής, Γραμμάτιο, Κουπόνι
Αγγλικά : Voucher
Γερμανικά : Coupon, Proof of Transaktion, Rechnung
Επιστροφή