ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Συμμετέχω
Αγγλικά : Participate (to), Participate in (to), Take part in (to)
Γαλλικά : Participer, Prendre part à
Γερμανικά : Teilnehmen
Επιστροφή