ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Participant (n)
Ελληνικά : Συμμετέχων
Αγγλικά : Attendee (US), Participant
Γερμανικά : Beteiligte, Teilnehmer
Επιστροφή