ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
räumen
Ελληνικά : Εκχερσώνω
Αγγλικά : Clear (to)
Γαλλικά : Défricher
Επιστροφή