ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Lot (US)
Ελληνικά : Αγροτεμάχιο, Κομμάτι γης
Γαλλικά : Parcelle (de terrain)
Γερμανικά : Grundstück, Parzelle
Επιστροφή