ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Pay
Ελληνικά : Μισθοδοσία, Μισθός, Πληρωμή
Γαλλικά : Paie/Paye, Paye, Solde (rémunération)
Γερμανικά : Gehalt, Lohnzahlung, Zahlung
Επιστροφή