ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Ouvrier(ère) (adj)
Ελληνικά : Εργατικός (π.χ., εργατική τάξη)
Αγγλικά : Working-class
Γερμανικά : Arbeiter-(zB Arbeiterklasse)
Επιστροφή