ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Prostituieren
Ελληνικά : Εκπορνεύομαι, Εκπορνεύω
Αγγλικά : Prostitute (to), Prostitute oneself (to)
Γαλλικά : Prostituer, Prostituer (se)
Επιστροφή