ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Outil
Ελληνικά : Εργαλείο
Αγγλικά : Tool
Γερμανικά : Werkzeug
Επιστροφή