ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Ostréicole (adj)
Ελληνικά : Σχετικός με την οστρεοκαλλιέργεια
Αγγλικά : Oyster farming
Γερμανικά : Bezogen auf Muschelzucht
Επιστροφή