|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Produktionseinheit
- Ελληνικά : Κατασκευαστική μονάδα, Μονάδα παραγωγής
- Αγγλικά : Manufacturing plant, Production unit, Productions plant
- Γαλλικά : Unité de production, Usine de fabrication, Usine de production
Επιστροφή