ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Veto something (to)
Ελληνικά : Προβάλλω βέτο
Γαλλικά : Opposer son veto
Γερμανικά : Sein Veto gegen etw einlegen
Επιστροφή