ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Ελαιοφόρος
Αγγλικά : Oil-producing
Γαλλικά : Oléifère
Γερμανικά : Ölig
Επιστροφή