ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Oléiculture
Ελληνικά : Ελαιοκαλλιέργεια
Αγγλικά : Olive-growing
Γερμανικά : Olivenanbau
Επιστροφή