ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Εθελοντικά
Αγγλικά : Voluntarily
Γαλλικά : Bénévolement
Γερμανικά : Freiwillig
Επιστροφή