ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Bénévole (Nom)
Ελληνικά : Εθελοντής
Αγγλικά : Volunteer
Γερμανικά : Freiwillige
Επιστροφή