ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Κατοχικός
Αγγλικά : Occupying
Γαλλικά : Occupant (adj) (n)
Γερμανικά : Besatzungs-
Επιστροφή