ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Δικαιούχος (επιδόματος)
Αγγλικά : Beneficiary
Γαλλικά : Bénéficiaire (d'une allocation)
Γερμανικά : Berechtigte
Επιστροφή