ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Profit
Ελληνικά : Κέρδος, Όφελος, Πρόσοδος
Γαλλικά : Bénéfice, Gain (profit), Profit
Γερμανικά : Ertrag, Gewinn, Profit
Επιστροφή