ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Plünderung
Ελληνικά : Λεηλασία
Αγγλικά : Plundering
Γαλλικά : Déprédation (pillage), Pillage
Επιστροφή