ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Καθαρίζω
Αγγλικά : Clean (to), Cleanse (to), Purge (to), Purify (to), Scour (to)
Γαλλικά : Nettoyer, Purger, Purifier, Récurer
Γερμανικά : Reinigen, Sauber machen
Επιστροφή