ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Pilgern
Ελληνικά : Κάνω ένα προσκύνημα
Αγγλικά : Go on a pilgrimage (to)
Γαλλικά : Faire un pèlerinage
Επιστροφή