ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Alter (to)
Ελληνικά : Αλλάζω, Αναθεωρώ, Μετατρέπω, Τροποποιώ
Γαλλικά : Modifier, Transformer
Γερμανικά : Ändern, Modifizieren, Revidieren, Umwandeln
Επιστροφή