ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Patriot
Ελληνικά : Πατριώτης
Αγγλικά : Patriotic
Γαλλικά : Patriote (adj) (n.)
Επιστροφή