ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Minority
Ελληνικά : Μειοψηφία, Μειοψηφικός
Γαλλικά : Minoritaire, Minorité
Γερμανικά : Minderheit, Minderheits-
Επιστροφή