ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Passagier
Ελληνικά : Επιβάτης
Αγγλικά : Passenger
Γαλλικά : Passager/ère (n)
Επιστροφή