ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Quarantine (to)
Ελληνικά : Θέτω σε καραντίνα
Γαλλικά : Mettre en quarantaine
Γερμανικά : Legen in Quarantäne
Επιστροφή