ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Ölvorkommen
Ελληνικά : Κοίτασμα
Αγγλικά :
Γαλλικά : Gisement
Επιστροφή