ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Ölig
Ελληνικά : Ελαιοφόρος
Αγγλικά : Oil-producing
Γαλλικά : Oléifère
Επιστροφή