ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Öffentlichkeit
Ελληνικά : Δημόσια, Δημόσιος
Αγγλικά : Public, Public (in), Publicly
Γαλλικά : Public (en), Public(que) (adj), Publiquement
Επιστροφή