ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Πλειοψηφικοί μέτοχοι
Αγγλικά : Holding a majority of shares
Γαλλικά : Majoritaire (groupe dans une société)
Γερμανικά : Mehrheitsaktionäre
Επιστροφή