ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Majoritaire (groupe dans une société)
Ελληνικά : Πλειοψηφικοί μέτοχοι
Αγγλικά : Holding a majority of shares
Γερμανικά : Mehrheitsaktionäre
Επιστροφή