ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Convenience shop
Ελληνικά : Παντοπωλείο, Ψιλικατζίδικο
Γαλλικά : Magasin de proximité
Γερμανικά : Bedarfsgegenstände, Lebensmittelgeschäft
Επιστροφή