|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Profitable
- Ελληνικά : Αποδοτική (επένδυση), Αποδοτικός, Επικερδής, Κερδοφόρα, Κερδοφόρος
- Γαλλικά : Lucratif, Performant (rentable), Profitable, Rémunérateur(-rice) (adj) (travail), Rentable (placement)
- Γερμανικά : Effizient, Effiziente (Investitionen), Einträglich, Gewinn bringend, Profitabel
Επιστροφή