ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Μερίδιο
Αγγλικά : Lot of land (US), Part, Plot of land, Portion, Quota, Share
Γαλλικά : Lot, Part, Quote-part
Γερμανικά : Aktie, Anteil
Επιστροφή