ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Lot
Ελληνικά : Κλήρος, Μερίδιο, Τμήμα γης
Αγγλικά : Lot of land (US), Plot of land
Γερμανικά : Anteil, Erdeteil, Klerus
Επιστροφή