ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Leisure
Ελληνικά : Ελεύθερος χρόνος, Ψυχαγωγία
Γαλλικά : Loisir(s)
Γερμανικά : Freizeit, Vergnügen
Επιστροφή